ῥυμοτομία

ῥυμοτομία
ῥυμοτομίᾱ , ῥυμοτομία
division
fem nom/voc/acc dual
ῥυμοτομίᾱ , ῥυμοτομία
division
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρυμοτομία — η / ῥυμοτομία, ΝΜΑ [ῥυμοτομῶ] η διαίρεση μιας πόλης σε ρύμες, σε δρόμους, η χάραξη και διάνοιξη οδών νεοελλ. κλάδος τής πολεοδομίας που έχει ως αντικείμενο τη διαρρύθμιση τού χώρου μέσα στον οποίο πρόκειται να δημιουργηθεί ένας οικισμός και… …   Dictionary of Greek

  • ῥυμοτομίας — ῥυμοτομίᾱς , ῥυμοτομία division fem acc pl ῥυμοτομίᾱς , ῥυμοτομία division fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυμοτομιῶν — ῥυμοτομία division fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυμοτομίαις — ῥυμοτομία division fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας …   Dictionary of Greek

  • ρυμοτομικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρυμοτομία («ρυμοτομικό σχέδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμοτομία. Το θηλ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ῥυμοτομικαὶ (ἐργασίαι), μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • ρυμοτομώ — ησα, ήθηκα, ημένος, σχεδιάζω, χαράζω τους δρόμους και τις πλατείες μιας πόλης: Η Αθήνα δεν έχει ρυμοτομηθεί σωστά· ουσ. ρυμοτομία, η χάραξη, διάνοιξη δρόμων: Ελάχιστες από τις παλιές πόλεις έχουν καλή ρυμοτομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • QUINCUNX — apud Ciceronem, de Senect. c. 17. directi in quincuncem ordines, ubi de arboribus, hanc notam habebat Xenophon ὀρθοὺς ςτίχους τȏυ δένδρων καὶ πάντα ἐυγώνια. Virg. l. 2. Georg. v. 278. Omnis in unguem Arboribus positis sectô via limite quadret.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VIA — I. VIA Hispaniae Tarraconens. fluv. Ptolem. vulgo Avia, per Callaicos in Minium defluit. II. VIA Mauritaniae Caesareensis urbs, Ptolem. III. VIA ius est eundi, agendi, et ambulandi hominis: nam iter et actum via in se continet. Has primi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”